Σαββατιστής

Σαββατιστής
ὁ, Α [σαββατίζω]
μέλος θρησκευτικού συλλόγου ο οποίος τηρούσε την αργία και λατρεία τού Σαββάτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σαββατίτης — ὁ, Α ο Σαββατιστής*. ως κατ εξοχήν χαρακτηρισμός κάθε Ιουδαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατον + κατάλ. ίτης (πρβλ. Μεσοποταμ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”